- πεδοτριβής
- Πεδο-τρῐβής, ές,A wearing the ground, Nonn.D.10.361.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδοτριβής — ές, ΜΑ αυτός που φθείρει, που κατατρίβει το έδαφος επειδή πατά επανειλημμένως πάνω σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο τριβής] … Dictionary of Greek
Πεδοτριβές — Πεδοτριβής wearing the ground masc/fem voc sg Πεδοτριβής wearing the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)